πολύαιμος

Revision as of 16:50, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")

English (LSJ)

ον, full of blood, of a full habit, Hp.Flat.14, Arist.HA515a20, 520b27 (Comp.); πλεύμων Id.PA669a27.

German (Pape)

[Seite 659] voll Blut, vollblütig; Hippocr. u. Folgde; Schol. Il. 1, 177.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύαιμος -ον [πολύς, αἷμα] goed doorbloed.

Russian (Dvoretsky)

πολύαιμος: Arst. = πολυαίματος.

Greek (Liddell-Scott)

πολύαιμος: -ον, ὁ ἔχων πολὺ αἷμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 4, 15, π. Ζ. Μορ. 3. 6, 6, καὶ συχν. ἐν τοῖς Ἱπποκρατείοις· ― πολυαιμέω, ἔχω πολὺ αἷμα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 10, π. Ζ. Γεν. 4. 1, 28· ― πολυαιμία, ἡ, ἀφθονία αἵματος, αὐτόθι 13. 6. 9.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύαιμος, -ον ΝΑ
αυτός που έχει πολύ αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αιμος (< αἷμα), πρβλ. ολιγόαιμος, παχύαιμος].