παχύαιμος
From LSJ
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
English (LSJ)
[ῠ], ον, thick-blooded, Hp.Vict.2.46.
German (Pape)
[Seite 539] dickblütig, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰχύαιμος: -ον, ὁ ἔχων παχὺ ἢ πηκτὸν αἷμα, Ἱππ. 357. 10.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πηχτό αίμα («ζῷον παχύαιμον», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -αιμος (< αἷμα), πρβλ. ολιγόαιμος].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παχύαιμος -ον [παχύς, αἷμα] met dik bloed.