υπέρμαχος
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπέρμαχος, -ον, ΝΜΑ
πρόμαχος, υπερασπιστής («τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια», Ακολουθ. Ακαθ. Ύμνου Κοντάκ.)
νεοελλ.
συνεκδ. ένθερμος οπαδός, αγωνιστής, μαχητής («υπέρμαχος της ισοτιμίας τών εθνών»)
μσν.
φίλερις, καβγατζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. πρόμαχος, σύμμαχος].