ὑπέρμαχος

From LSJ

τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον → Justice seeks the grievance for the dead, Justice doth exact the dead man's due

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρμᾰχος Medium diacritics: ὑπέρμαχος Low diacritics: υπέρμαχος Capitals: ΥΠΕΡΜΑΧΟΣ
Transliteration A: hypérmachos Transliteration B: hypermachos Transliteration C: ypermachos Beta Code: u(pe/rmaxos

English (LSJ)

ὁ, champion, defender, LXX Wi.16.17, AP7.147 (Arch.); τᾶς ἁμᾶς πόλεος Inscr.Cret. 1. xix 3.29 (Malla, ii B. C.); τοῦ δικαίου Ph.2.33; τῆς ἐλευθερίας Lyd.Mag.2.8.

German (Pape)

[Seite 1198] verfechtend, vertheidigend, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
défenseur, protecteur.
Étymologie: ὑπερμάχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρμᾰχος:защитник, боец Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρμᾰχος: -ον, πρόμαχος, προστάτης, ὑπερασπιστής, Ἀνθ. Π. 7. 147, Ἑβδ. (Σοφ. Σολομ. Ιϛʹ, 17). ΙΙ. φίλερις, Βυζ.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπέρμαχος, -ον, ΝΜΑ
πρόμαχος, υπερασπιστής («τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια», Ακολουθ. Ακαθ. Ύμνου Κοντάκ.)
νεοελλ.
συνεκδ. ένθερμος οπαδός, αγωνιστής, μαχητήςυπέρμαχος της ισοτιμίας τών εθνών»)
μσν.
φίλερις, καβγατζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. πρόμαχος, σύμμαχος].

Greek Monotonic

ὑπέρμᾰχος: -ον, υπερασπιστής, πρόμαχος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὑπέρ-μᾰχος, ον,
a champion, defender, Anth.