οἰσυουργός

Revision as of 10:40, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

όν, working in osier-twigs, Eup.433.

Greek (Liddell-Scott)

οἰσυουργός: -όν, (*ἔργω)= τῷ προηγ. «τὸν οἰσυοπλόκον οἰσυουργὸν καλεῖ Εὔπολις» Πολυδ. Ζ΄, 176.

Greek Monolingual

οἰσυουργός, -όν (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που κατασκευάζει διάφορα σκεύη με κλαδιά λυγαριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύα «το φυτό λυγαριά» + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. λινουργός].

German (Pape)

aus Weidenzweigen arbeitend, Eupol. bei Poll. 7.176.