ομοιοπαθής
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ὁμοιοπαθής, -ές)
1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με άλλον ή με άλλους, αυτός που παθαίνει τα ίδια δεινά με άλλον ή με άλλους
2. (για πράγματα) αυτός που υπόκειται στους ίδιους νόμους στους οποίους υπόκεινται και άλλοι.
επίρρ...
ὁμοιοπαθῶς (Μ)
με τρόπο ομοιοπαθή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -παθής (< πάθος), πρβλ. πολυπαθής].