σπλαγχνοσκοπία
English (LSJ)
ἡ, examination of the entrails of a victim, for purpose of prophecy, Herm. in Phdr.p.109 A.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και σπλάγχνο σκοπεία Μ
η μαντεία που γινόταν με εξέταση τών σπλάγχνων του ζώου το οποίο προσφέρθηκε στη θυσία, αλλ. ιεροσκοπία
νεοελλ.
ιατρ. μακροσκοπική εξέταση τών σπλάγχνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπλάγχνα + -σκοπιά (< -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ἡπατοσκοπία].