υποβλήδην

Revision as of 11:55, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ὑποβλήδαν Α- επίρρ.
1. παρεμβαίνοντας και διακόπτοντας την ομιλία του άλλου («ὑποβλήδην ἠμείβετο», Ομ. Ιλ.)
2. λοξά, με λοξό βλέμμαὑποβλήδην ἐσκέψατο», Ύμν. Ερμ.)
3. σε απάντηση, απαντώντας
4. μιλώντας με την σειρά του
5. υποβολιμαία, ψευδώς («μητέρες ὑποβλήδην ἔκειντο», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑποβλη- του ὑποβάλλω (πρβλ. παθ. αόρ. ὑπε-βλή-θην) + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. παραβλήδην].