φιλόμοχθος

Revision as of 12:05, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

ον, = φιλόπονος, Phalar. Ep.126, Ptol.Tetr.158, Jahresh.23 Beibl.178 (Thrace): neuter plural as adverb, φιλόμοχθα Man.4.277.

German (Pape)

[Seite 1282] = φιλόπονος, Phalaris ep. 54 E.; φιλόμοχθα adv., Maneth. 4, 277.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόμοχθος: -ον, = φιλόπονος, ἵνα ἔχῃς ἐπιδεῖξαι σαυτὸν μαχητὴν φιλόμοχθον Φαλάρ. Ἐπιστ. σ. 180, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. 222. ― Ἐπίρρ. φιλόμοχθα, Μανέθων 4. 277.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. φιλόπονος, εργατικός
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) φιλόμοχθα
με φιλοπονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -μοχθος (< μόχθος), πρβλ. πολύμοχθος].