ὀξυλαβής

Revision as of 12:07, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

ές, quick at seizing, of the eagle, Arist.HA619b29.

German (Pape)

[Seite 353] ές, schnell fassend, ergreifend, Arist. H. A. 9, 34, vom Adler.

Russian (Dvoretsky)

ὀξῠλᾰβής: быстро хватающий, хваткий (ἀετός Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠλᾰβής: -ές, ὁ ταχὺς εἰς τὸ λαμβάνειν, ἐπὶ ἀετοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 34, 3. ― ὀξύλᾰβος, ον, Εὐστ. 1753. 50.

Greek Monolingual

ὀξυλαβής, -ές (Α)
(για αετό) αυτός που συλλαμβάνει κάτι γρήγορα, αρπακτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -λαβής (< θ. λαβ- του λαμβάνω, πρβλ. αόρ. β' -λαβ-ον), πρβλ. μεσολαβής].