κεραυνόβλητος
English (LSJ)
ον, struck by lightning, Ephor.17 J., Sch.S.Ant.1139, Hsch. s.v. λευκοστεφῆ. Suid. s.v. Σαλμωνεύς.
German (Pape)
[Seite 1422] dasselbe, Schol. Soph. Ant. 1126 u. a. Sp., auch übertr., angedonnert, verblüfft.
Greek (Liddell-Scott)
κεραυνόβλητος: -ον, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 1139, Σουΐδ. ἐν λέξ. Σαλμωνεύς, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λευκοστεφῆ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κεραυνόβλητος, -ον)
ο χτυπημένος από κεραυνό, κεραυνόπληκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -βλητος (< βλητός < βάλλω), πρβλ. περίβλητος, ποθόβλητος).