κεραυνόβλητος

Revision as of 12:55, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $1$3, $6$8)")

English (LSJ)

ον, struck by lightning, Ephor.17 J., Sch.S.Ant.1139, Hsch. s.v. λευκοστεφῆ. Suid. s.v. Σαλμωνεύς.

German (Pape)

[Seite 1422] dasselbe, Schol. Soph. Ant. 1126 u. a. Sp., auch übertr., angedonnert, verblüfft.

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνόβλητος: -ον, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 1139, Σουΐδ. ἐν λέξ. Σαλμωνεύς, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λευκοστεφῆ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κεραυνόβλητος, -ον)
ο χτυπημένος από κεραυνό, κεραυνόπληκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -βλητος (< βλητός < βάλλω), πρβλ. περίβλητος, ποθόβλητος).