-η, -ο (ΑΜ εὔβουλος, -ον)αυτός που σκέφτεται σωστά, ο συνετός, ο φρόνιμος («σοφός τε καὶ εὔβουλος», Ηρόδ.)αρχ.επίθ. του Πλούτωνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -βουλος (< βουλή), πρβλ. κακόβουλος, σύμβουλος].