εὔβουλος
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
English (LSJ)
εὔβουλον, well-advised, prudent, good-willer Thgn.329, Hdt.8.110, Pi.O.13.8, B.14.37, Th.1.84, Pl.R. 428b, Arist.EN1141b13: Comp., Ar.Pax689: Sup., And.1.140. Adv. εὐβούλως = sensibly, well-advisedly, prudently, with a good will (v. εὔβολος): Comp. εὐβουλότερον D.C.43.16: Sup. εὐβουλότατα Gp.5.16.1. See also: Εὔβουλος.
German (Pape)
[Seite 1058] gut rathend, guten Rat gebend, einsichtsvoll, vorsichtig; Θέμις Pind. I. 7, 32, vgl. Ol. 13, 8; Soph. O. C. 951; Her. 8, 110; καὶ σοφὴ πόλις Plat. Rep. IV, 428 c; εὐβούλους νομίζομεν οἵτινες ἂν αὐτοὶ πρὸς αὑτοὺς ἄριστα περὶ τῶν πραγμάτων διαλεχθῶσιν Isocr. 3, 8; compar., Ar. Pax 689; superl., Andoc. 1, 140. – Adv., εὐβούλως ἔχειν, wohl beraten sein, Aesch. Ch. 685; εὐβουλότατα, D. C. 43, 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de bon conseil.
Étymologie: εὖ, βουλή.
Ant. ἄβουλος.
Russian (Dvoretsky)
εὔβουλος: благоразумный, рассудительный Pind., Soph., Eur., Her., Arph., Plat., Isocr., Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
εὔβουλος: -ον, καλὴν ἔχων βουλὴν, φρόνιμος, σώφρων, Θέογν. 329, Ἡρόδ. 8. 110, Πινδ. Ο. 13. 11, καὶ Ἀττ.: - Συγκρ., Ἀριστοφ. Εἰρ. 689. Ὑπερθ., Ἀνδοκ. 18. 10. - Ἐπίρρ. - λως (ἴδε τὴν λ. εὔβολος). Συγκρ. -ότερον, Δίων Κ. 43. 16, Ὑπερθ. -ότατα Γεωπ. 5. 16, 1. ὡς ἐπίθετον τοῦ Πλούτωνος, «ὁ καλῶς περὶ τῶν ἀνθρώπων βουλευόμενος» Κορνοῦτ. π. Θ. Φυσ. 35, σ. 234.
English (Slater)
εὔβουλος, ον of good counsel, wise χρύσεαι παῖδες εὐβούλου Θέμιτος (O. 13.8) Νηρέος εὐβούλου (P. 3.92) εἶπε δ' εὔβουλος ἐν μέσοισι Θέμις (I. 8.31) εὔβουλον Θέμιν οὐρανίαν fr. 30. 1.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔβουλος, -ον)
αυτός που σκέφτεται σωστά, ο συνετός, ο φρόνιμος («σοφός τε καὶ εὔβουλος», Ηρόδ.)
αρχ.
επίθ. του Πλούτωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -βουλος (< βουλή), πρβλ. κακόβουλος, σύμβουλος.
Greek Monotonic
εὔβουλος: -ον (βουλή), φρόνιμος, συνετός, σε Θέογν., Ηρόδ., Αισχύλ.
Middle Liddell
εὔ-βουλος, ον βουλή
well-advised, prudent, Theogn., Hdt., Aesch.
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
prudens, wise, prudent, 1.84.3, 1.84.3
Translations
prudent
Arabic: حَرِيص, حَكِيم; Egyptian Arabic: حريص; Bulgarian: предпазлив, благоразумен; Catalan: prudent; Chinese Mandarin: 謹慎/谨慎, 慎重; Dutch: voorzichtig, omzichtig, vooruitziend, prudent; Esperanto: prudenta; Finnish: harkitsevainen, varovainen, viisas; French: prudent; Galician: prudente; Georgian: გონივრული, გონებადამჯდარი, წინდახედული; German: umsichtig, vorsichtig; Ancient Greek: αἴσιμος, ἀριφραδής, ἀρίφρων, ἀσφαλής, γιγνώσκων, δαΐφρων, ἔμπειρος, ἔμφρενος, ἐμφρόνιμος, ἔμφρων, ἐπιλογιστικός, ἐπιστήμων, ἐπίφρων, εὔβουλος, εὐγνώμων, εὐλόγιστος, εὔμητις, εὐπρόσκοπος, εὐφρονέων, ἐχέφρων, κεδνός, νηφάλιος, νοήμων, ὀρθόβουλος, περιεσκεμμένος, πευκάλιμος, πινυτός, πινυτόφρων, πολύφρων, προμαθής, προμηθές, προμηθεύς, προμηθής, προνοητικός, πρόνοος, σαόφρων, σοφιστής, σοφός, σώφρων, φρόνιμος; Italian: prudente; Japanese: 慎重; Latin: prudens, cordatus; Macedonian: претпазлив, благоразумен, расудлив; Maori: matawhāiti; Norwegian Bokmål: aktsom; Occitan: prudent; Polish: przezorny; Portuguese: prudente; Russian: рассудительный, благоразумный, осторожный; Scottish Gaelic: glic; Spanish: prudente; Swedish: förtänksam; Turkish: ihtiyatlı, tedbirli, sakıngan, önlemli, sakıntılı