ἰπνολέβης
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1257] ητος, ὁ, Ofenkessel, bes. im Bade, zum Wasserfieden; Luc. Lexiph. 6; Ath. III, 98 c.
French (Bailly abrégé)
ητος (ὁ) :
chaudron pour faire bouillir de l'eau dans un four.
Étymologie: ἰπνός, λέβης.
Russian (Dvoretsky)
ἰπνολέβης: ητος ὁ кипятильник, котел Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἰπνολέβης: -ητος, ὁ, λέβης κτιστός, Λουκ. Λεξιφ. 8, Ἀθήν. 98C.
Greek Monolingual
ἰπνολέβης, ὁ (Α)
κτιστός λέβητας λουτρού κατάλληλος για τη θέρμανση νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + λέβης.