νυκτοθήρας

Revision as of 08:49, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ου, ὁ, one who hunts by night, X.Mem. 4.7.4.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chasseur de nuit.
Étymologie: νύξ, θηράω.

German (Pape)

ὁ, Nachtjäger, Xen. Mem. 4.7.4.

Russian (Dvoretsky)

νυκτοθήρας: ου ὁ ночной охотник Xen.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοθήρας: -ου, ὁ διὰ νυκτὸς θηρεύων, Ξεν. Ἀπομν. 4. 7 .4.

Greek Monolingual

ο (Α νυκτοθήρας)
κυνηγός που κυνηγά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -θήρας (< θήρα), πρβλ. χρυσοθήρας].

Greek Monotonic

νυκτοθήρας: -ου, ὁ (θηράω), αυτός που τη νύχτα επιδίδεται στο κυνήγι, σε Ξεν.