χαριλαμπέτις
English (LSJ)
ιδος, ἡ, graciously shining, epithet of the moon, Antioch.Astr. in Cat.Cod.Astr.1.111.
Greek Monolingual
-ιδος, ἡ, Α
(για τη σελήνη) αυτή που λάμπει με χάρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + λαμπέτις, θηλ. του λαμπέτης (< λάμπω), πρβλ. ἐριλαμπέτις].