παχύνους

Revision as of 14:55, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

-ουν, contr. for παχύνοος.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΜΑ, παχύνοος, -οον, Α
αυτός που είναι παχύς, νωθρός στο μυαλό, όχι γρήγορος στην αντίληψη, χοντροκέφαλος, ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -νους (< νόος νοῦς), πρβλ. βραδύνους].

German (Pape)

zusammengezogen aus παχύνοος.