πολύμισθος

Revision as of 16:00, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

English (LSJ)

ον, receiving much pay or hire, v.l. in AP5.1.

German (Pape)

[Seite 666] viel Lohn oder Sold nehmend, Ep. ad. 56 (V, 2 steht βαρύμισθος).

Greek (Liddell-Scott)

πολύμισθος: -ον, ὁ πολὺν μισθὸν λαμβάνων, διάφ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 5. 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για πράξεις φιλανθρωπίας) αυτός για τον οποίο υπάρχει πλουσιοπάροχη ανταμοιβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + μισθός «ανταμοιβή» (πρβλ. ολιγόμισθος)].