προφυλακτήρας

Revision as of 16:10, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
τεχνολ. α) εξάρτημα του αμαξώματος τών αυτοκινήτων στο πρόσθιο και στο οπίσθιο μέρος τους, από παραμορφώσιμο έλασμα μετάλλου ή ενδοτικού πλαστικού, με προορισμό την προστασία του αμαξώματος από προσκρούσεις οφειλόμενες σε τροχαία συμβάντα μικρής ταχύτητας
β) σύνολο από μεταλλικά ελάσματα ή ξύλινες σανίδες που έχει σκοπό να προφυλάσσει τους εργαζομένους από πιθανά ατυχήματα λόγω της κίνησης τών κινητών μερών τών μηχανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προφυλάσσω + επίθημα -τηράς (πρβλ. θερμαντήρας). Η λ., στον πληθ. προφυλακτῆρες, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ].