το, Ν
1. λαβή σκεύους, εργαλείου ή άλλου αντικειμένου (α. «το χερούλι της κανάτας» β. «το χερούλι της πόρτας»)
2. τρυφερό, αγαπημένο χέρι («πέτα, περδικούλα μου, κι έλα στα χερούλια μου», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρι + υποκορ. κατάλ. -ούλι (πρβλ. σακούλι)].