χερούλι

Revision as of 16:55, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
1. λαβή σκεύους, εργαλείου ή άλλου αντικειμένου (α. «το χερούλι της κανάτας» β. «το χερούλι της πόρτας»)
2. τρυφερό, αγαπημένο χέρι («πέτα, περδικούλα μου, κι έλα στα χερούλια μου», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρι + υποκορ. κατάλ. -ούλι (πρβλ. σακούλι)].