ὀτρυντύς

Revision as of 17:02, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

English (LSJ)

ύος, ἡ, a cheering on, exhortation, Il.19.234,235, Antim.91. [ῡς, ῠος.]

German (Pape)

[Seite 405] ύος, ἡ, = ὄτρυνσις, Antrieb, Ermunterung, Il. 19, 234.

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
action de pousser, excitation.
Étymologie: ὀτρύνω.

Russian (Dvoretsky)

ὀτρυντύς: (τῡ), ύος (ῠ) ἡ указание, приказ: ὀτρυντὺν ποτιδέγμενος Hom. ожидая приказа.

Greek (Liddell-Scott)

ὀτρυντύς: -ύος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ ὄτρυνσις (ὅπερ δὲν ἀπαντᾷ), «παρακέλευσις, προτροπὴ» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Τ. 234, 235, [ῡς, ῠος.]

English (Autenrieth)

ύος (ὀτρύνω): encouragement. (Il.)

Greek Monolingual

ὀτρυντύς, -ύος, ἡ (Α)
παρότρυνση, παρόρμηση, παρακίνηση, προτροπήμηδέ τις ἄλλην λαῶν ὀτρυντὺν ποτιδέγμενος ἰσχαναάσθω», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀτρύνω + επίθημα -τύς (πρβλ. ορχηστύς)].

Greek Monotonic

ὀτρυντύς: [ῡ], -ύος[ῠ], ἡ, παρότρυνση, προτροπή, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

a cheering on, exhortation, Il.