ὀτρυντήρ

Revision as of 17:05, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

English (LSJ)

κῆρυξ, κελευστής, σαλπιγκτήρ, Hsch.

German (Pape)

[Seite 405] ῆρος, ὁ, = Folgdm, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ὀτρυντήρ: ῆρος, ὁ, (ὀτρύνω) ὁ ὀτρύνων, κελεύων, «κήρυξ. κελευστής, σαλπι(γ)κτὴρ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὀτρυντήρ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κήρυξ, κελευστής, σαλπιγκτήρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀτρύνω + επίθημα -τήρ (πρβλ. οξυντήρ)].