ἐμπαιγμός

Revision as of 11:06, 12 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ὁ, mockery, mocking, LXX Si.27.28, al., Ep.Hebr.11.36 (pl.).

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 mofa, escarnio ἐμπαιγμὸς καὶ ὀνειδισμὸς ὑπερηφάνῳ LXX Si.27.28, δέδωκά σε ... εἰς ἐμπαιγμὸν πάσαις ταῖς χώραις LXX Ez.22.4, αἱ ψύαι μου ἐπλήσθησαν ἐμπαιγμῶν mis lomos se llenaron de escarnios LXX Ps.37.8, cf. 2Ma.7.7, 3Ma.5.22, ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον otros soportaron la prueba de escarnios y latigazos, Ep.Hebr.11.36, cf. Origenes Io.1.11 (p.17), Eust.1594.46.
2 burla, engaño ἐμπαιγμὸς γάρ ἐστι καὶ ψεῦδοςἐπιθυμία Chrys.M.63.53, Hsch.s.u. ἐνεασμός.

German (Pape)

[Seite 809] ὁ, das Verspotten, LXX., N. T

French (New Testament)

οῦ (ὁ) raillerie ; moquerie
ἐμπαίζω

English (Strong)

from ἐμπαίζω; derision: mocking.

Greek Monolingual

ο (AM ἐμπαιγμός)
χλευασμός, κοροϊδία
νεοελλ.
εξαπάτηση.

Chinese

原文音譯:™mpaigmÒj 恩-派格摩士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在內-打擊(著)
字義溯源:戲弄,嘲笑,輕蔑;源自(ἐμπαίζω)=愚弄);由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(παίζω)=玩弄)組成,而 (παίζω)出自(παῖς)*=孩童)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 戲弄(1) 來11:36