ψεῦδος
English (LSJ)
εος, τό, Ep. dat. pl. ψεύδεσσι,
A v. ψευδής 1.2: (ψεύδω):—falsehood, lie, ψεύδεα.. ἐτύμοισιν ὁμοῖα Od.19.203, Hes.Th.27; ψεῦδός κεν φαῖμεν Il.2.81; ψεῦδος δ' οὐκ ἐρέει Od.3.20; εἴ τε ψεῦδος ὑπόσχεσις εἴ τε καὶ οὐκί whether the promise be a lie or no, Il.2.349; οὔτι ψεῦδος ἐμὰς ἄτας κατέλεξας 9.115; ψεύδεσσιν θέλγειν τινά 21.276, cf. 23.576, Od.14.387; οὐ ψεύδεϊ τέγξω λόγον Pi.O.4.19; ψ. ποικίλα, αἰόλον ψεῦδος, Id.O.1.29, N.8.25; ψεῦδος γλυκύ a sweet deceit, Id.P.2.37; ψεῦδος οὐδὲν ὧν λέγω S.El.1220; οὐδὲν ἕρπει ψ. εἰς γῆρας χρόνου Id.Fr.62; εἴ τι ψεῦδος εἴρηκα Antipho 3.4.2; ψ. ἐπιφέρειν Aeschin.3.41: ψ. λέγειν distinguished from ψεύδεσθαι, Stoic.2.42.
2 in Logic, false conclusion, fallacy, συλλογισμὸς τοῦ ψεύδους Arist.APr.61b3; συμβαίνει ψ. ib.37a36:—in NT of what is opposed to religious truth, false doctrine, Ep.Rom.1.25; ποιῶν βδέλυγμα καὶ ψεῦδος, i.e. doing what is repugnant to the true faith, Apoc.21.27; of false anatomical doctrine, τὸ οἴεσθαι.. ψ. ἐστι Sor.1.17.
II in Theoc. 12.24 ψεύδεα are spots, pimples on the nose; supposed to be characteristic of liars, cf. Sch. ad loc.; cf. ψυδράκιον.
2 white spots on the fingernails, Alex.Aphr.Pr.Anecd.2.58.
III In Pl. ψεῦδος is freq. opp. ἀληθές, Grg.505e, R.382d, Euthd.272b, al.; so almost like an Adj. (cf. ψευδής init.), ὄνομα ψεῦδος καὶ ἀληθὲς λέγειν Cra.385c; παράδοξόν τε καὶ ψεῦδος ὄνομα Plt.281b: cf. E.Heracl.462 codd.
German (Pape)
[Seite 1395] τό (verwandt mit ψύθος, ψιθυρός, Ohrenbläserei), Lüge, Unwahrheit, Täuschung, Betrug; Hom. u. Hes. oft; ψεῦδός κεν φαῖμεν Il. 2, 81; εἴτε ψεῦδος ὑπόσχεσις, ἠὲ καὶ οὐκί 349; ψεῦδος δ' οὐκ ἐρέει Od. 3, 20, u. öfter; ψεύδεά τ' ἀρτύναντες 11, 366; ψεύδεα βουλεύσας 14, 296; ψεύδει τέγγειν λόγον Pind. Ol. 4, 19; αἰόλον N. 8, 25; ποικίλα Ol. 1, 29, u. öfter; ψεῦδος λέγειν Soph. El. 1211, u. öfter; τὰ μάντεων ψευδῶν πλέα Eur. Hel. 751; πόλλ' ἂν γένοιτο καὶ διὰ ψευδῶν ἔπη 316; τὸ δὲ ὅλον ψεῦδός ἐστι Plat. Gorg. 519 b; ἐπὶ τὸ ψεῦδος τρεπόμενοι Theaet. 173 a; oft mit ἀπάτη verbunden, z. B. Legg. XI, 916 e. – Als adj., = ψευδής, ist es zweifelhaft; ψεύδεα μαντήϊα Her. 2, 174 im Gegensatz von ἀψευδέα ist in ψευδέα zu ändern; u. bei Plat. kann es substantivisch gefaßt werden, im Gegensatz von ἀληθές, Gorg. 505 e Phil. 37 b u. öfter; auch Crat. 385 c ist ὄνομα ψεῦδος καὶ ἀληθὲς λέγειν die Lesart der mss.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 mensonge, fausseté;
2 sans intention de tromper erreur ; particul. mensonge fait avec l'intention de rassurer;
3 invention poétique;
4 action déguisée, trompeuse ; particul. ruse de guerre.
Étymologie: R. Ψυθ, cracher, d'où se moquer de, tromper ; cf. ψεύδω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψεῦδος -ους, zonder contr. -εος, τό [ψεύδω] ep. dat. plur. ψεύδεσσι leugen, onwaarheid; fictie, verzinsel:; ἴδμεν ψεύδεα πολλὰ λέγειν ἐτύμοισι ὁμοῖα wij weten vele onware zaken te vertellen die lijken op de waarheid Hes. Th. 27; δεδαιδαλμένοι ψεύδεσι... μῦθοι verhalen opgesmukt met verzinsels Pind. O. 1.29; als adj.: ψεῦδος ὄνομα valse naam Plat. Pol. 281b. valse leer. NT. plur. puistjes (op de neus).
Russian (Dvoretsky)
ψεῦδος: εος τό (эп. dat. pl. ψεύδεσσιν)
1 ложь, обман Hom., Pind.: ψ. λέγειν Soph. и ψ. ψεύδεσθαι Plat. говорить ложь; τέρατα ψεύδους NT ложные чудеса;
2 ошибка, заблуждение: τὸ δὲ ὅλον ψ. ἐστι Plat. все это неверно; τὸ πρῶτον ψ. лог. Arst. (лат. error fundamentalis) принципиальная ошибка;
3 вымысел, поэтическая фантазия (ψ. γλυκύ, ψεύδεα ποικίλα Pind.);
4 хитрость, уловка (ψεύδεα βουλεύειν Hom.; ψ. τοῦ στρατηγήματος Diod.);
5 прыщик (ψεύδεα ῥινός Theocr.).
English (Autenrieth)
εος: falsehood, lie; of fiction, Od. 19.203.
English (Slater)
ψεῡδος (-ει, -εϊ, -ος, -έων, -εσι(ν), -η.) lie, falsehood δεδαιδαλμένοι ψεύδεσι ποικίλοις ἐξαπατῶντι μῦθοι (O. 1.29) οὐ ψεύδεϊ τέγξω λόγον (O. 4.17) φωνὰν ἀκούειν ψευδέων ἄγνωτον (O. 6.67) ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν ἀλιτόξενον (O. 10.5) αἵ γε μὲν ἀνδρῶν ψεύδη μεταμώνια τάμνοισαι κυλίνδοντ' ἐλπίδες (O. 12.6) ψευδέων δ' οὐχ ἅπτεται (P. 3.29) “ἐχθίστοισι μὴ ψεύδεσιν καταμιάναις εἰπὲ γένναν” (P. 4.99) “σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν” (P. 9.42) πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών (N. 1.18) ἐπεὶ ψεύδεσί οἱ ποτανᾷ τε μαχανᾷ σεμνὸν ἔπεστί τι (N. 7.22) μέγιστον δ' αἰόλῳ ψεύδει γέρας ἀντέταται (ψεύδι Wil.) (N. 8.25) οὐ ψεῦδος ἐρίξω fr. 11. μὴ πταίσῃς ἐμὰν σύνθεσιν τραχεῖ ποτὶ ψεύδει (nempe ut saxo, Boeckh) fr. 205. 3. ψεῦδος γλυκὺ μεθέπων ἄιδρις ἀνήρ (illusion, of the cloud in the form of Hera, by which Zeus deceived Ixion) (P. 2.37)
English (Strong)
from ψεύδομαι; a falsehood: lie, lying.
English (Thayer)
ψευδοῦς, τό, from Homer down, the Sept. for כָּזָב שֶׁקֶר, כַּחַשׁ, a lie; conscious and intentional falsehood: universally, δόλος); opposed to ἡ ἀλήθεια, οὐκ ἐστι ψεῦδος, opposed to ἀληθές ἐστιν, is no lie, τέρατα ψευδοῦς (A. V. lying wonders) exhibited for the treacherous purpose of deceiving men, whatever is not what it professes to be: so of perverse, impious, deceitful precepts, ποιεῖν ψεῦδος, to act in accordance with the precepts and principles of idolatry, Revelation 21:8 and p. 526b middle).
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
αυτός που δεν μπορεί να προφέρει σωστά ορισμένους φθόγγους, ιδίως το ψ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδής, κατά τα δευτερόκλιτα επίθ. (πρβλ. ακριβής > ακριβός). Το επίθ., αρχικά, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αυτόν που πρόφερε εσφαλμένα, όχι σωστά, ορισμένους φθόγγους και στη συνέχεια η λεκτική αδυναμία επικεντρώθηκε στο γράμμα -ψ-, πιθ. λόγω της ταυτότητάς του με το αρχικό σύμφωνο του τ. ψευδός].
το / ψεῡδος, ΝΜΑ
1. καθετί που δεν είναι αληθινό, ψέμα (α. «είναι ψεύδος ότι πρόκειται να παραιτηθεί η κυβέρνηση» β. «ἀπολεῖς πάντας τοὺς λαλοῦντας τὸ ψεῡδος», ΠΔ
γ. «μή τε τί μοι ψεύδεσσοι χαρίζεο μήτε τι θέλγε», Ομ. Οδ.)
2. (λογ.) ψευδής πρόταση, απατηλός συλλογισμός, εσφαλμένο συμπέρασμα
νεοελλ.
φρ. α) «ψεύδος πρώτον»
(λογ.) βασικό σφάλμα συλλογισμού, από το οποίο προκύπτουν εσφαλμένα συμπεράσματα
β) «κατά συνθήκην ψεύδη» — βλ. συνθήκη
αρχ.
1. στον πληθ. τὰ ψεύδη
α) σημάδια που εμφανίζονται τάχα στη μύτη εκείνου που λέει ψέματα
β) άσπρα στίγματα στα νύχια
2. φρ. α) «ψεύδη βουλεύω [ή ἀρτύνω]» — επινοώ ψευτιές (Ομ. Οδ.)
β) «ψεῡδος ἀποτίθεμαι» — εγκαταλείπω τα ψέματα (ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σιγμόληκτο ουδ. σε -ος που έχει σχηματιστεί από το θ. ψευδ- του ψεύδομαι (για ετυμολ. βλ. λ. ψεύδομαι, ενώ για σύνθ. με α' συνθετικό ψεύδος βλ. λ. ψευδο-)].
Greek Monotonic
ψεῦδος: -εος, τό (ψεύδω)·
I. ψεύδος, ψέμα, απάτη, σε Όμηρ. κ.λπ.· εἴ τε ψεῦδος ὑπόσχεσις ἠὲ καὶ οὐχί, είτε η υπόσχεση είναι ψέμα είτε όχι, σε Ομήρ. Ιλ.
II. πληθ., ψεύδεα, στίγματα πάνω στη μύτη, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
ψεῦδος: -εος, τό, Ἐπικ. δοτ. πληθ. ψεύδεσσι, Ὅμ., πρβλ. ψευδὴς Ι. 2· (ψεύδω)· - ὡς καὶ νῦν, ψεῦδος, ψεῦμα, «ψευτιά», ἀπάτη, λόγος μὴ ἀληθὴς, Ὅμ., κλπ.· ψεύδεα .. ἐτύμοισιν ὁμοῖα Ὀδ. Τ. 303, Ἡσ. Θεογ. 27· ψεῡδός κεν φαῖμεν Ἰλ. Β. 81· ψεῦδος δ’ οὐκ ἐρέει Ὀδ. Γ. 20· εἴ τε ψεῦδος ὑπόσχεσις, εἴ τε καὶ οὐκὶ Ἰλ. Β. 349 οὔτως, οὔτι ψεῦδος ἐμὰς ἄτας κατέλεξας Ι. 115· ψεύδεσσιν θέλγειν τινὰ Φ. 276· πρβλ. Ψ. 576, Ὀδ. Ξ. 387· ψεύδει τέγγειν λόγον Πινδ. Ο. 4. 29· ψ. ποικίλον, αἰόλον ὁ αὐτ. ἐν Ο. 1. 45, Ν. 8. 44 ψ. γλυκὺ, γλυκεῖα ἀπάτη, Ν. 2. 68· ψ. λέγειν Σοφ., κλπ· οὐδὲν ἕρπει ψ. εἰς γῆρας ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 59· εἰ ψεῡδός τι εἴρηκα Ἀντιφῶν 124. 11· ψ. ἐπιφέρειν Αἰσχίνης 59 21. 2) ἐν τῇ Λογικῇ, πλημμελὲς συμπέρασμα, συλλογισμὸς ἀπατηλὸς, σόφισμα, συλλογισμὸς τοῦ ψεύδους Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 11, 4· συμβαίνει ψ. αὐτόθι 1. 17, 9, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐν Θεοκρ. 12. 24, ψεύδεα εῖναι στίγματα ἐπὶ τῆς ῥινὸς· πρβλ. ψεῦμα, ψύδραξ. ΙΙΙ. παρ’ Ἡροδ. 2. 174, ἐν τοῖς ἀντιγράφοις φέρεται ψεύδεα μαντήια ὡς εἰ ὑπῆρχεν ἐπίθ. ψεύδεος, ψευδὴς, ἀπατηλὸς, ἀλλ’ ὁ Βεκκῆρ καὶ ὁ Δινδ. διορθοῦσι ψευδέα (ἐκ τοῦ ψευδής). - Παρὰ Πλάτωνι τὸ ψεῦδος συνεχῶς ἀντιτίθεται πρὸς τὸ ἀληθὲς, Γοργ. 505Ε, Πολ. 382D, Εὐθύδ. 272Α, κ. ἀλλ.· οὕτω δὲ κατήντησεν εὶς χρῆσιν σχεδὸν ἐπιθ., ὄνομα ψεύδος καὶ ἀληθὲς λέγειν Κρατ. 385C· παράδοξόν τε καὶ ψεῦδος ὄνομα Πολιτικ. 281Β· πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 161· ἴδε ψύθος.
Middle Liddell
ψεῦδος, ος, εος, τό, ψεύδω
I. a falsehood, untruth, lie, Hom., etc.; εἴτε ψεῦδος ὑπόσχεσις ἠὲ καὶ οὐχί whether the promise be a lie or no, Il.
II. pl., ψεύδεα spots, pimples on the nose, Theocr.
Chinese
原文音譯:yeàdoj 普修多士
詞類次數:名詞(9)
原文字根:假(之事) 相當於: (כָּחַשׁ) (שֶׁקֶר)
字義溯源:虛謊,虛謊之事,謊言,虛假,謊;源自(ψεύδομαι)*=撒謊)
出現次數:總共(10);約(1);羅(1);弗(1);帖後(2);約壹(2);啓(3)
譯字彙編:
1) 虛謊(4) 羅1:25; 帖後2:11; 約壹2:21; 約壹2:27;
2) 謊言(3) 弗4:25; 啓14:5; 啓22:15;
3) 虛謊之事(1) 啓21:27;
4) 虛假的(1) 帖後2:9;
5) 謊(1) 約8:44
Translations
Afrikaans: leuen; Albanian: gënjeshtër; Arabic: كَذْبَة; Moroccan: كدبة; Armenian: սուտ; Aromanian: minciunã; Assamese: মিছা কথা, ফাঁকি, মিছা; Asturian: mentira; Azerbaijani: yalan; Baluchi: دروگ; Bashkir: ялған; Basque: gezur; Belarusian: хлусня, няпраўда, брахня; Bengali: মিথ্যা; Bulgarian: лъжа; Burmese: မုသား, အလှိုင်း; Catalan: mentida; Cebuano: bakak; Chechen: аьшпаш, пуьчаш; Chichewa: bodza; Chinese Mandarin: 謊言, 谎言, 假話, 假话; Crimean Tatar: yalan; Czech: lež; Dalmatian: bosca; Danish: løgn; Dongxiang: ghudan; Dutch: leugen; East Yugur: ghudal; Esperanto: mensogo, malvero; Estonian: vale, väär; Evenki: улэк; Ewe: alakpadada, aʋatsokaka; Faroese: lygn; Finnish: vale, valhe, potaska, pöty, lööperi, palturi, puppu, luikuri, fuula; French: mensonge; Friulian: bausìe, bùzare, gàbule, bausie; Gagauz: yalan; Galician: mintira, loia, bouba, caroca, grilla, alburgada, broza, drola, menzoña, escocha, mentira; Georgian: სიცრუე; German: Lüge; Greek: ψέμα; Ancient Greek: ψεῦδος, ψεῦσμα, ψευδολογία; Greenlandic: sallu; Hawaiian: punipuni, wahaheʻe; Hebrew: שקר, כזב; Hindi: झूठ, मिथ्या, अबद्ध, असत्य; Hungarian: hazugság; Icelandic: lygi; Ido: mentio; Ilocano: ulbod; Indonesian: bohong, kebohongan; Interlingua: mendacio, mentita; Irish: bréag; Old Irish: bréc; Italian: bugia, menzogna, frottola, baggianata, fola, balla, fandonia; Japanese: 嘘, 虚言; Javanese: goroh; Kalmyk: худл; Karachay-Balkar: ётюрюк, жалгъан, джалгъан; Kazakh: жалған, өтірік; Khakas: чой, тайма; Khmer: កុហក; Kikuyu: iheeni Korean: 거짓말; Kumyk: ялгъан; Kurdish Central Kurdish: درۆ; Northern Kurdish: virr; Kyrgyz: жалган, калп, төгүн; Lao: ມຸສາ; Latin: mendacium; Latvian: meli; Lithuanian: melas; Low German: Löög; Luxembourgish: Ligen; Macedonian: лага; Malay: penipuan; Maori: kōpeka; Marathi: खोट; Middle Persian: 𐭪𐭣𐭡𐭠; Mongolian: худал; Navajo: yoochʼííd; Ngazidja Comorian: ndrabo; Northern Sami: gielis; Norwegian Bokmål: løgn; Nynorsk: løgn, lygn; Occitan: messorga, messonja, mensònja, mensònega, mentida, mentit; Old Occitan: menzonga; Old Persian: 𐎭𐎼𐎢𐎥; Papiamentu: mentira; Pashto: درواغ, دروغ; Persian: دروغ; Plautdietsch: Lieej; Polish: kłamstwo; Portuguese: mentira; Quechua: llulla; Romanian: minciună; Romansch: manzegna, manzigna, manzögna; Russian: ложь, неправда, враньё, обман, враки, брехня; Sanskrit: मिथ्या, असत्य; Sardinian: fàba, fàbula, fàula, catòcia; Scottish Gaelic: breug; Serbo-Croatian Cyrillic: лаж; Roman: laž, neistina; Shor: тайба, чой; Sicilian: minzonga, buggìa, bugìa, fandonia, fanfonia, nfanfonia; Slovak: klamstvo, lož; Slovene: laž; Sorbian Lower Sorbian: łdganje, łdža; Sotho: leshano; Southern Altai: тӧгӱн; Spanish: mentira; Swabian: Luag, Liag; Swedish: lögn; Sylheti: ꠝꠤꠍꠣ, ꠝꠤꠍꠣ ꠝꠣꠔ; Tagalog: kasinungalingan; Tajik: дурӯғ; Tamil: பொய், தவரு; Tatar: ялган, ялганлык, алдак; Telugu: అబద్ధం; Thai: คำโกหก, โกหก, กุ; Tocharian B: waike; Turkish: yalan, martaval, palavra; Turkmen: ýalan; Tuvan: меге; Ukrainian: брехня, неправда; Urdu: جھوٹ, متھیا; Uyghur: يالغان, يالغانچىلىق; Uzbek: yolgʻon; Vietnamese: lời nói dối; Volapük: lug, lug e cüt; Walloon: minte, boude, mintreye; Warray: kaga'; Welsh: celwydd, anwiredd; Yakut: сымыйа; Yiddish: ליגן; Zhuang: byangz, vahbyangz