ερέα

Revision as of 06:55, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM ἐρέα)
νεοελλ.
είδος μάλλινου ανθεκτικού υφάσματος (κν. τσόχα)
μσν.
επίσημο αρχιερατικό ένδυμα
αρχ.-μσν.
μαλλί, έριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < είρος (θ. ερ-) «μαλλί» + επίθημα -έα (πρβλ. αιγέα)].