αιμοδότρια

Revision as of 16:25, 26 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=αιμοδότης, ο (θηλ. αιμοδότρια)<br />αυτός που προσφέρει αίμα για μετάγγιση σε ασθε...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

αιμοδότης, ο (θηλ. αιμοδότρια)
αυτός που προσφέρει αίμα για μετάγγιση σε ασθενή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αίμα + -δότης < δίδωμι.
ΠΑΡ. αιμοδοσία].