πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
αιμοδότης, ο (θηλ. αιμοδότρια)αυτός που προσφέρει αίμα για μετάγγιση σε ασθενή.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αίμα + -δότης < δίδωμι.ΠΑΡ. αιμοδοσία].