οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
αιμοδότης, ο (θηλ. αιμοδότρια)αυτός που προσφέρει αίμα για μετάγγιση σε ασθενή.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αίμα + -δότης < δίδωμι.ΠΑΡ. αιμοδοσία].