ἄλογχος

Revision as of 15:56, 24 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

(A), ον,
A without lances or without weapons, ἄλογχος ἀνθέων στρατός Chaerem.10.
II of a spear, without a head, Hsch., EM 70.36.

(B), ον, (λογχή = λῆξις) unlucky, opp. εὔλογχος (q.v.), sc. ἡμέρα, prob. l. in Democr. ap. Gem.Calend.8.

Spanish (DGE)

-ον
(quizá error por ἄλογος C III) infausto ἡμέρα Democr.B 14.3.
-ον
1 sin lanzas στρατὸς ἀνθέων ἄ. Chaerem.10.
2 sin punta de hierro δόρυ Hsch., como propio de los tracios EM 932.

German (Pape)

[Seite 108] ohne Spitze, ohne Lanzen, Chaeremon bei Ath. XIII, 608 e, Herm. em. für ἄλοχος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλογχος: -ων, ὁ μὴ ἔχων λόγχας ἢ ὄπλα· ἀλ. ἀνθέων στρατός, Χαιρεμ. παρ’ Ἀθ. 608Ε.

Greek Monolingual

ἄλογχος, -ον (Α)
1. ο χωρίς λόγχες, χωρίς όπλα
2. (για το ίδιο το δόρυ) το δίχως αιχμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + -λογχος < λόγχη.