ἐντρανής

Revision as of 09:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἐντρανές,
A clear, manifest, PMasp.32.54 (vi A. D.).
II ἐντρανῆ τόνον· ἰσχυρόν, Hsch. (ἐντραγήτονον cod.).

Spanish (DGE)

-ές claro, evidente τρόπος PMasp.32.54 (VI d.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐντρᾱνής: -ές, ἀτενής, ἐν τῷ συγκρ. ἐντρανέστερον, ἀτενέστερον, Νικήτ. Εὐγεν. 4. 10.

Greek Monolingual

ἐντρανής, -ές (AM) εντρανής
ζωηρός, δυνατός, ισχυρός
μσν.
στενής, στυλωμένος («ἰδὼν 'Ροδάνθην ἐντρανεστέραις κόραις»)
αρχ.
φανερός, πρόδηλος, σαφής, κατηγορηματικός.
επίρρ...
ἐντρανῶς
1. με επιμονή, θαρρετά
2. δυνατά, ζωηρά.

German (Pape)

[ᾱ], = ἔντρανος.