πολυμαθής

Revision as of 09:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

πολυμαθές, having learnt much or knowing much, Ar.V.1175, Democr.64, Pl.Lg.811a: Comp. πολυμαθέστερος Aristeas 137: Sup. πολυμαθέστατος Phld.Vit.p.35J.; Ἀριστοτέλης Ath.9.398e, cf. Dam. Isid.168, Lyd.Mag.1.5.

German (Pape)

[Seite 666] ές, viel gelernt habend, viel wissend; Ar. Vesp. 1175; Plat. Legg. VII, 810 e; Xen. Mem. 4, 4, 6; Isocr. 1, 18; superl. πολυμαθέστατος Luc. Philopatr. 13; Ath. XV, 596 a, wie Aristoteles.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui sait beaucoup, très savant.
Étymologie: πολύς, μανθάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυμαθής -ές [πολύς, μανθάνω] geleerd.

Russian (Dvoretsky)

πολυμᾰθής: много знающий, весьма ученый, образованнейший Arph. etc.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει μάθει και γνωρίζει πολλά, αυτός που έχει πολλές γνώσεις.
επίρρ...
πολυμαθῶς Α
με πολυμάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μαθής (< μάθος, το «μάθηση, γνώση» < μανθάνω), πρβλ. χρηστομαθής].

Greek Monotonic

πολῠμᾰθής: -ές (μαθεῖν), αυτός που έχει μάθει ή γνωρίζει πολλά, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠμᾰθής: -ές, ὡς καὶ νῦν, ὁ πολλὰ μαθὼν ἢ γινώσκων, Ἀριστ. Σφ. 1175, Πλάτ. Νόμ. 810Ε. Ἐπίρρ. -θῶς, Κλήμ. Ἀλ. σ. 805Β.

Middle Liddell

πολῠ-μᾰθής, ές μαθεῖν
having learnt or knowing much, Ar., Plat.

English (Woodhouse)

learned