λυκίσκος

Revision as of 09:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ μὴ ἔχουσα ἀξονίσκον τροχαλία, τρῆμα δὲ μόνον, ἢ ἄνοδος δόματος, Hsch. λῠκοβᾰτίας δρυμός· ἐν ᾧ οἱ λύκοι διατρίβουσι, Id. (post λυκαιχλίας).

Greek (Liddell-Scott)

λυκίσκος: «ἡ μὴ ἔχουσα ἀξονίσκον τροχαλία, τρῆμα δὲ μόνον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο (Α λυκίσκος) λύκος
νεοελλ.
βοτ. κοινή ονομασία του γένους αγγειόσπερμων φυτών δικότυλων φυτών humulus που ανήκουν στην οικογένεια κανναβίδες, οι κώνοι ενός είδους του οποίου χρησιμοποιούνται στη ζυθοποιία και στη φαρμακοποιία
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ μὴ ἔχουσα ἀξονίσκον τροχαλία, τρῆμα δὲ μόνον ἢ ἄνοδος δόματος».