ὀνητός

Revision as of 09:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ὀνητή, ὀνητόν, (ὀνίνημι)
A profitable, beneficial, Suid.
II ὀνητά· μεμπτά, Hsch. (fort. ὀνοστά).

German (Pape)

[Seite 347] 1) nützlich, nutzbar, Suid. erklärt ἀπολαυστός. – 2) (ὄνομαι) tadelhaft, Hesych. μεμπτός.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνητός: -ή, -όν, (ὀνίνημι) ὠφέλιμος, ἐπωφελής, Σουΐδ. ΙΙ. ἀντὶ τοῦ ὀνοτός, ἐπονείδιστος (εἰ ἡ γραφὴ ἔχει καλῶς), Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὀνητός, -ή, -όν (Α) ονίνημι
(κατά το λεξ. Σούδα) «ὠφέλιμος, ἐπωφελής».