πολυπόρευτος

Revision as of 09:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

πολυπόρευτον, much-travelled, Hsch. s.v. πολύστιπτος, Phot. s.v. πολυστείνοις.

German (Pape)

[Seite 669] viel gegangen, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπόρευτος: -ον, ὁ ὑπὸ πολλῶν διατρεχόμενος, πατούμενος πολυπάτητος, Ἡσύχ. ἐν λ. πολύστιπτος.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
αυτός από τον οποίο περνούν πολλοί, πολυσύχναστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πορευτός (< πορεύω), πρβλ. μακροπόρευτος].