ὀλέτης
English (LSJ)
ὀλέτου, ὁ, = ὀλετήρ (destroyer, murderer), Epigr.Gr. 334.15 (Ilium) ; — fem. ὀλέτις, AP 3.7 (Inscr. Cyzic.), PMagPar. 1.2860.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλέτης: -ου, = ὀλετήρ, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 334. 15· - θηλ. ὀλέτις, Ἀνθ. Π. 3. 7· ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 256.
Greek Monolingual
ὀλέτης, ὁ, θηλ. ὀλέτις (Α)
ολετήρας, καταστροφέας, εξολοθρευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ολε- (βλ. όλλυμι, πρβλ. ὄλε-θρος, ὤλεσ-α) + κατάλ. -της (πρβλ. ερέτης)].