πολύχαρμος

Revision as of 09:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

πολύχαρμον, (χάρμη) very warlike, AP5.201 (Asclep. or Posidipp.).

German (Pape)

[Seite 676] sehr kriegerisch, Asclepiads. 29 (V, 202).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύχαρμος -ον [πολύς, χάρμη] oorlogszuchtig.

Russian (Dvoretsky)

πολύχαρμος: весьма воинственный Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχαρμος: -ον, (χάρμη) λίαν πολεμικός, φιλοπόλεμος, Ἀνθ. Π. 5. 202.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύ πολεμικός, φιλοπόλεμος («νικήσασα κέλητι Φιλαινίδα τὴν πολύχαρμον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χαρμος (< χάρμη «χαρά της μάχης»), πρβλ. μενέχαρμος].