μετακομιδή

Revision as of 09:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἡ, transporting, conveying, Glossaria: pl., Gal.18(2).503.

German (Pape)

[Seite 148] ἡ, das Weg- u. Anderswohinschaffen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετακομῐδή: ἡ, μετακόμισις, μετάθεσις, μεταφορά, Ἀθαν. 1, 265Α, κλ.

Greek Monolingual

η (ΑM μετακομιδή) μετακομίζω
μετακόμιση, μεταφορά
νεοελλ.
η μεταφορά λειψάνου ή οστών ανθρώπου από τον τάφο του σε άλλο μέρος μετά την πάροδο τριετίας από τον ενταφιασμό.