φρενόπληκτος

Revision as of 09:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

φρενόπληκτον, stricken in mind, frenzied, ib.1054(anap.).

German (Pape)

[Seite 1304] dessen Seele wie vom Schlage getroffen ist, mit Wahnsinn geschlagen, wahnsinnig, bethört, Aesch. Prom. 1056.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a l'esprit frappé.
Étymologie: φρήν, πλήσσω.

Russian (Dvoretsky)

φρενόπληκτος: пораженный безумием Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

φρενόπληκτος: -ον, (πλήσσω), ὁ τὰς φρένας πληγείς, παράφρων, Αἰσχύλ. Προμ. 1054.

Greek Monolingual

-η, -ο / φρενόπληκτος, -ον, ΝΑ
φρενοβλαβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θαλασσόπληκτος, σιδηρόπληκτος].

Greek Monotonic

φρενόπληκτος: -ον (πλήσσω), αυτός που πάσχει στο μυαλό, μανιακός, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

φρενό-πληκτος, ον, πλήσσω
stricken in mind, frenzy-stricken, Aesch.