Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
εὔβωλον, (βῶλον) fertile (v. sub εὔπωλος).
εὔβωλος: -ον, (βῶλος) εὔφορος (ἴδε εὔπωλος).
εὔβωλος, -ον (Α)ο εύφορος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βώλος «χώμα, έδαφος»].