χρυσωτής

Revision as of 09:40, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

χρυσωτοῦ, ὁ, gilder, IG22.1635.37, Plu.2.348e.

German (Pape)

[Seite 1383] ὁ, der Vergolder, Plut. glor. Ath. 6.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
doreur.
Étymologie: χρυσόω.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσωτής: οῦ ὁ золотильщик (ἀγαλμάτων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσωτής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ χρυσώνων, ἐπικαλύπτων τι διὰ χρυσοῦ, Πλούτ. 2. 348Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 158a.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και θηλ. χρυσώτρια, Ν χρυσῶ /χρυσώνω
τεχνίτης ειδικός στο χρύσωμα, στην επιχρύσωση (α. «χρυσωτής βιβλιοδετείου» β. «χρυσωτῇ μισθός», επιγρ.).