επιχρύσωση

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source

Greek Monolingual

η
η επικάλυψη της επιφάνειας ενός αντικειμένου με λεπτό στρώμα χρυσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στον λόγιο τ. επιχρύσωσις μαρτυρείται από το 1881 στον Παν. Σταματάκη].