κατάσκεπος

Revision as of 09:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

κατάσκεπον, v. κατάσκοπος II.

German (Pape)

[Seite 1378] bedeckt, Schol. Opp. Hal. 3, 636.

Greek (Liddell-Scott)

κατάσκεπος: -ον, ἴδε ἐν λ. κατάσκοπος ΙΙ, κατεσκεπασμένος.

Greek Monolingual

κατάσκεπος, -ον (Α)
κατασκεπασμένος.
επίρρ...
κατάσκεπα
κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -σκεπος (< σκέπος «κάλυμμα), πρβλ. φιλόσκεπος, φυλλόσκεπος].