φυλλόσκεπος
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
φυλλόσκεπον, covered with leaves, v. φιλόσκεπος.
German (Pape)
[Seite 1315] von Laub, von Blättern überdeckt, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
φυλλόσκεπος: -ον, ὁ ἐσκεπασμένος διὰ φύλλων, ἴδε ἐν λέξει φιλόσκεπος.
Greek Monolingual
-ον, Α
καλυμμένος με φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + -σκεπος (< σκεπός «κάλυμμα»), πρβλ. κατά-σκεπος, φιλό-σκεπος].