μῶμαρ

Revision as of 09:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

τό, poet. for μῶμος, Lyc.1134.

German (Pape)

[Seite 225] τό, poet. = μῶμος, Lycophr. 1134; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

μῶμαρ: τό, ποιητ. ἀντὶ μῶμος, Λυκόφρ. 1134. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μῶμαρ· μέμψις, ὄνειδος, αἶσχος».

Greek Monolingual

μῶμαρ, τὸ (Α)
(ποιητ. τ.) μῶμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρλλ. τ. του μῶμος, πιθ. αρχαϊκό, ενώ κατ' άλλη άποψη προήλθε με επίδραση του μῦμαρ].