δύσμικτος

Revision as of 09:52, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

v. δύσμεικτος.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): -μεικτ- Pl.Ti.35a
I 1difícil de mezclar φύσις Pl.l.c., Plu.2.1012c, cf. Num.17, τὸ σεμνὸν ... τῷ ἐπιεικεῖ δύσμικτον Plu.Phoc.2
neutr. subst. τὸ δ. dificultad de mezclar οἷον πῦρ καὶ ὕδωρ, διὰ τὸ φύσει δύσμικτον Simp.in Cael.98.1, cf. Gal.8.689.
2 de trato o relación difícil τὰ νέα en matrimonio, Plu.2.754c
insociable de pers., Poll.5.138.
3 de difícil acceso, escarpado de zonas montañosos, Poll.9.22.
II adv. -ως
1 con dificultad para mezclarse πρὸς τὰ ἄλλα γένη δ. ἔχει, καθάπερ ... τὸ ἔλαιον Plu.2.640d.
2 fig., de pers. de modo intratable, insociable Poll.5.139.

German (Pape)

[Seite 684] schwer zu vermischen, zu vereinigen; Plat. Tim. 35 a; Plut. Num. 17; τινί, mit etwas, Phoc. 2; vgl. Poll. 3, 64. 9, 62, πόλις, von einer schwer zugänglichen Bergstadt. – Adv., δυσμίκτως ἔχειν Plut. Symp. 2, 6, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne se mêle pas ou ne s'unit pas facilement.
Étymologie: δυσ-, μίγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

δύσμικτος: v.l. δύσμεικτος 2 трудно смешиваемый, почти несмешивающийся, несовместимый (φύσις Plat.; τινι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δύσμικτος: -ον, δυσκόλως μιγνυόμενος, μὴ ἔχων συγγένειάν τινα, Πλάτ. Τιμ. 35Α, κτλ. ΙΙ. ἀκοινώνητος· ἐπίρρ., δυσμίκτως ἔχειν Πλούτ. 2, 640D.

Greek Monolingual

δύσμικτος, -ον (Α)
Ι. αυτός που δεν έχει σχέσεις, συγγένεια με άλλον
II. επίρρ. δυσμίκτως
φρ. «δυσμίκτως ἔχω» — είμαι ακοινώνητος·