νεωκορέω

Revision as of 10:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

A to be a νεωκόρος, serve, tend, in Pass., Ἑστία… ὑπὸ παρθένων νεωκορεῖται Corn.ND28, cf. BMus.Inscr.481*.153 (Ephesus, ii A.D.).
2 ironically, sweep clean, clean out, plunder a temple, Pl. R.574d.
3 honour with a temple, τὸν αὑτῶν σύμμαχον (sc. θεόν) J.BJ5.9.4.
II metaph., keep clean and pure, νεωκορεῖν ἔρωτα cherish love in a pure heart (as in a temple), Luc.Am.48.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
prendre soin d'un temple.
Étymologie: νεωκόρος.

German (Pape)

ein νεωκόρος sein, den Tempel fegen, überh. die Aufsicht über den Tempel haben, Vetera Lexica Bei Plat. Rep. IX.574d, ἱερόν τι νεωκορήσει, scherzhaft für ἱεροσυλήσει gesagt, er wird den Tempel rein auskehren, d.i. gänzlich berauben; vgl. Valcken Phoen. 534.
übertragen, rein erhalten, daher ἔρωτα, die Liebe in reinem Herzen, wie in einem Tempel hegen, Luc. Amor. 48.

Russian (Dvoretsky)

νεωκορέω:
1 держать в чистоте, свято охранять (ἔρωτα Luc.);
2 ирон. очищать, обирать дочиста (ἱερόν τι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

νεωκορέω: εἶμαι νεωκόρος, ὑπηρετῶ, Κοτυτοῖ καὶ τοῖς ἄλλοις Ἀττικοῖς κονισάλοις νεωκορεῖ Συνέσ. 178Α. ― Παθ., Ἑστία... νεωκορεῖται ὑπὸ παρθένων Κορνοῦτ. π. Θ. Φ. 28. 2) εἰρωνικῶς, καθαρίζω ἐντελῶς, σαρώνω, συλῶ, «ξεγυμνώνω» ναόν, Πλάτ. Πολ. 574D, πρβλ. Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 534. ΙΙ. μεταφορ., τηρῶ καθαρόν, ἁγνόν, νεωκορεῖν ἔρωτα, τρέφειν ἔρωτα ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ (ὡς ἐντὸς ναοῦ), Λουκ. Ἔρωτ. 48.

Greek Monotonic

νεωκορέω: (νεωκόρος), φροντίζω ναό· ειρων., καθαρίζω εντελώς, σαρώνω, ξεκαθαρίζω, διαπράττω ιεροσυλία (σύληση), σε Πλάτ.

Middle Liddell

νεωκορέω, νεωκόρος
to serve a temple: ironically, to sweep clean, clean out, plunder a temple, Plat.