σκηπτός

Revision as of 10:22, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ὁ, (σκήπτω) thunderbolt (σκηπτοὶ [λέγονται τῶν κεραυνῶν] ὅσοι κατασκήπτουσιν εἰς τὴν γῆν Arist.Mu.395a28), X.An.3.1.11; τάρβος.. ὡς ἀπὸ σ. Aret.SD1.6: metaph. also of a dust-storm, S.Ant.418; hurricane, D.18.194, Jul.Or.1.35b; λοιμοῦ σκηπτός A.Pers. 715 (troch.); of war, E.Andr.1046 (lyr.), Rh.674; καλοῦσί μ' οἱ νεώτεροι.. σκηπτόν, says a parasite, Antiph.195.11; σκηπτὸς πόθος falling like a thunderbolt, Aspasia ap.Ath.5.219e.

German (Pape)

[Seite 896] ὁ, ein plötzlich mit großer Gewalt von oben herunterfahrender Sturmwind, gew. mit Donner u. Blitz verbunden; τυφὼς ἀείρας σκηπτόν, Soph. Ant. 414; Phot. erkl. κεραυνὸς ἄνωθεν διάπυρος, Arist. de mundo 4 κατασκῆψαν εἰς τὴν γῆν (κεραυνός, πρηστήρ, τυφών) σκηπτὸς ὀνομάζεται, also der einschlagende Blitz; so βροντῆς γενομένης σκηπ τὸς πεσεῖν εἰς τὴν οἰκίαν, Xen. An. 3, 1, 11; καταιβάτης, Lycophr. 382; – übertr., λοιμοῦ τις ἦλθε σκηπτὸς ἢ στάσις πόλει, Aesch. Pers. 701; vom Kriege, σκηπτοῦ 'πιόντος πολεμίων, Eur. Rhes. 674, vgl. Androm. 1047; εἰ δ' ὁ συμβὰς σκηπτὸς μὴ μόνον ἡμῶν, ἀλλὰ καὶ πάντων τῶν Ἑλλήνων μείζων γέγονε, Dem. 18, 194, also übh. jedes plötzlich hereinbrechende Unglück.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 orage soudain et violent, coup de foudre avec ou sans éclair;
2 fig. fléau, coup imprévu.
Étymologie: σκήπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκηπτός -οῦ, ὁ [σκήπτω] inslaande bliksem; uitbr. stormwind; overdr. (plotselinge) aanval:. λοιμοῦ... σκηπτός een aanval van de pest Aeschl. Pers. 715.

Russian (Dvoretsky)

σκηπτός:
1 удар молнии (ἔδοξεν σ. πεσεῖν εἰς τὴν οἰκίαν Xen.);
2 ураган, вихрь, смерч (χθονὸς τυφὼς ἀείρας σκηπτόν Soph.);
3 перен. гроза, неожиданное бедствие: λοιμοῦ σ. Aesch. моровое поветрие; σ. πολεμίων Eur. внезапно нахлынувший враг.

Greek Monolingual

ὁ, Α σκήπτω
1. κεραυνός («βροντῆς γενομένης σκηπτὸς πεσεῖν εἰς τὴν οἰκίαν», Ξεν.)
2. μτφ. α) καταιγίδα
β) ανεμοστρόβιλος
γ) πολεμική επιδρομή («σκηπτοῦ 'πιόντος πολεμίων», Ευρ.)
δ) είδος παρασίτου
3. φρ. α) «σκηπτὸς λοιμοῦ» — λοιμός που ενσκήπτει αιφνίδια
β) «σκηπτὸς πόθος» — κεραυνοβόλος πόθος.

Greek Monotonic

σκηπτός: ὁ (σκήπτω), ξαφνικός· ο κεραυνός που πέφτει, σε Σοφ., Ξεν.· μεταφ., λέγεται για την πανούκλα (συμφορά που πέφτει ξαφνικά), σε Αισχύλ.· λέγεται για τον πόλεμο, σε Ευρ., Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

σκηπτός: ὁ, (σκήπτω) κεραυνός, (σκηπτοὶ λέγονται τῶν κεραυνῶν ὅσοι κατασκήπτουσιν εἴς τι Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 20) Σοφ. Ἀντ. 418, Ξεν. Ἀν. 1, 11· οἷα σκ. ἐμπίπτων Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6· ― μεταφορ., λοιμοῦ σκ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 715, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 28· ἐπὶ πολέμου, Εὐρ. Ἀνδρ. 1047, πρβλ. Ρῆσ. 674, Δημ 292. 28· καλοῦσί μ᾿ οἱ νεώτεροι .. σκηπτόν, λέγει παράσιτός τις, Ἀντιφάν. ἐν «Προγόνοις» 1. 10· σκ. πόθος, ἐμπίπτων ὡς κεραυνός, Ἡρόδικ. παρ᾿ Ἀθην. 219Ε. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «σκηπτός· κεραυνὸς ἄνωθεν διάπυρος».

Middle Liddell

σκηπτός, οῦ, ὁ, σκήπτω
a thunder-bolt, Soph., Xen.:— metaph. of pestilence, Aesch.; of war, Eur., Dem.

Mantoulidis Etymological

(=ἄγριος ἄνεμος, κεραυνός). Ἀπό τό σκήπτω (=στηρίζω, ἐκσφενδονίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.