καταμαραίνω

Revision as of 10:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

aor. -εμάρᾱνα Ph.1.266:—cause to wither, Theophrastus Ign.10, Ph.l.c.; make lean, Luc.Tim.17:—Pass., die away, of dropsical swellings, Hp.Prorrh.2.6; τὸ πῦρ κ. Arist.Resp.479a14, cf. Thphr. HP 5.9.3, etc.; τὸ πάθος (sc. τοῦ σεισμοῦ) κ. Arist.Mete.368a7; of persons, πρὶν ἀνθῆσαι… κ. Plu.2.804e.

German (Pape)

[Seite 1362] dürr, welk, kraftlos machen, Theophr. u. Sp. – Pass. verwelken, hinschwinden; καταμαραίνεται τὸ πῦρ Arist. de respirat. 17; Sp.; πολλοὶ πρὶν ἀνθῆσαι περὶ τὸ βῆμα κατεμαράνθησαν Plut. rein. ger. pr. 10.

French (Bailly abrégé)

1 faner, flétrir ; Pass. se faner, se flétrir;
2 exténuer.
Étymologie: κατά, μαραίνω.

Russian (Dvoretsky)

καταμᾰραίνω: делать блеклым, иссушать, изнурять (εὐπρόσωπον κόρην Luc.): πολλοί, πρὶν ἀνθῆσαι, κατεμαράνθησαν Plut. многие, прежде чем расцвести, увяли; τέλος γινομένης ἐπιτάσεως, καταμαραίνεται τὸ πῦρ Arst. достигнув крайнего напряжения, огонь угасает.

Greek (Liddell-Scott)

καταμᾰραίνω: (ὡς καὶ τὸ ἀπομαραίνω), κάμνω τι νὰ μαρανθῇ ἐντελῶς, Θεόφρ. π. Πυρὸς 10· ἰσχναίνω, ἀδυνατίζω, ἐξασθενῶ, Λουκ. Τίμ. 17:― Μέσ., μαραίνομαι ἐντελῶς, φθείρομαι, κυρ. καὶ μεταφορ., περὶ τῶν οἰδημάτων ἢ ἀποστημάτων, Ἱππ. Προρρ. 89· τὸ πῦρ κ. Ἀριστ. π. Ἀναπν. 17, 6· κ. ἄνθρακες Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 9, 3, κτλ.· τὸ πάθος (δηλ. τοῦ σεισμοῦ) καταμ. ὁ αὐτ. Μετεωρ. 2. 8, 31· τὰ ψυχικὰ μεγέθη φθίνειν καὶ καταμαραίνεσθαι Λογγ. 238, 5· ἐπὶ προσώπων, πρὶν ἀνθῆσαι, κατ. Πλούτ. 2. 804Ε.

Greek Monolingual

(AM καταμαραίνω)
μαραίνω κάτι εντελώς
αρχ.
1. αδυνατίζω, εξασθενώ
2. παθ. καταμαραίνομαι
(ιδίως για πρόσ.) φθείρομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-μαραίνω act. doen wegkwijnen. pass. uitgeput raken; geneesk. slinken (van zwellingen).