ἐπιχειρητέον

Revision as of 10:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

or ἐπιχειρητέα,
A one must attempt, Pl.Ap.19a; μείζοσι Isoc.Ep.9.18.
2 ἐπιχειρητέα one must attack, Th.1.118, 2.3.
3 one must argue dialectically, πρός τι to a conclusion, Arist. Top.120b8.
II ἐπιχειρ-ητέος, α, ον, to be attempted, ὅμως δὲ καὶ τοῦτο ἐ. Antipho 2.2.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχειρητέον: ἢ -έα, ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ προσβάλῃ, τινὶ Θουκ. 1. 118., 2. 3· πρέπει τις νὰ ἐπιχειρήσῃ, Πλάτ. Ἀπολ. 18E. ΙΙ. ἐπιχειρητέος, α, ον, ὃν πρέπει νὰ ἐπιχειρήσῃ τις, ὅμως δὲ καὶ τοῦτο ἐπ. Ἀντιφῶν 116. 41.

Greek Monotonic

ἐπιχειρητέον: ή -έα, ρημ. επίθ. του ἐπιχειρέω, αυτό που πρέπει κάποιος να επιχειρήσει ή να προσβάλλει με επίθεση, τινί, σε Θουκ., Πλάτ.