προαιρετός

Revision as of 10:33, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

προαιρετή, προαιρετόν,
A deliberately chosen, purposed, Arist.EN1113a10, Metaph.1025b24. Adv. προαιρετῶς Placit.1.29.3, Gal. 19.452.
II appointed as representative, in plural, ὑπὸ τᾶς πόλιος SIG241.133 (Delph., iv B.C.).

German (Pape)

[Seite 705] vorgenommen, vorsätzlich, freiwillig, Arist. eth. 3, 3 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 préféré;
2 que l'on choisit librement, que l'on décide spontanément.
Étymologie: προαιρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προαιρετός -ή -όν [προαιρέω] bewust gekozen, bedoeld.

Russian (Dvoretsky)

προαιρετός: (сознательно) избранный, (пред)намеренный Arst.

Greek (Liddell-Scott)

προαιρετός: -ή, -όν, «βουλευτὸν δὲ καὶ προαιρετὸν τὸ αὐτό, πλὴν ἀφωρισμένον ἤδη τὸ προαιρετόν· τὸ γὰρ ἐκ τῆς βουλῆς κριθὲν προαιρετὸν ἐστιν» Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 3, 17, Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 5, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α προαιροῦμαι
1. αυτός που αναφέρεται στην ελεύθερη εκλογή
2. ο εκλεγμένος ως αντιπρόσωπος («ὑπὸ τὰς πόλιος προαιρετοί», επιγρ.).

Greek Monotonic

προαιρετός: -ή, -όν, επιλεγμένος κατά βούληση, σκόπιμος, σε Αριστ.

Middle Liddell

προαιρετός, ή, όν [from προαιρέομαι]
deliberately chosen, purposed, Arist.