ἀγχίμολος

Revision as of 10:35, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἀγχίμολον, (μολεῖν) coming near; Ep. word, mostly used in neut. as adverb, near, close at hand, ἀγχίμολον δέ οἱ ἦλθε Il.4.529, cf. Od.8.300, etc., Hes.Sc.325; ἐξ ἀγχιμόλοιο ἰδών Il.24.352; ἀγχίμολον δὲ μετ' αὐτόν close behind him, Od.17.336: c. gen., ἕθεν ἀγχίμολοι cj. in Theoc.25.203.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 que se acerca, que viene cerca τραχεῖαι στυγεραί τε καὶ ... ἀγχίμολοι = ásperas y funestas al acercarse A.Fr.168.28.
2 gener. neutr. como adv. cerca c. dat. ἀγχίμολον δέ οἱ ἦλθε Il.4.529, ἀ. δέ σφ' ἦλθε Il.24.283, Hes.Sc.325
c. giro preposicional ἀ. μετ' αὐτόν = siguiéndolo de cerca, Od.17.336
abs. ἀ. δὲ σύες ... ἦλθον Od.14.410, cf. 17.260, A.R.2.357, 4.1001
gener. de cerca ἐξ ἀγχιμόλοιο ἰδών Il.24.352.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s'approche, voisin ; adv. • ἀγχίμολον, tout auprès de, τινι ; ἐξ ἀγχιμόλοιο IL de près ; avec idée de temps, aussitôt après.
Étymologie: ἄγχι, μολεῖν.

English (Autenrieth)

(μολεῖν): coming near, mostly adv. acc. with ἐλθεῖν, ἔρχεσθαι, foll. by dat.; ἐξ ἀγχιμόλοιο, Il. 24.352, cf. ἐγγύθεν. Implying time, ἀγχίμολον δὲ μετ' αὐτόν, ‘close after him,’ Od. 17.336.

Greek Monotonic

ἀγχίμολος: -ον (μολεῖν), αυτός που πλησιάζει, που έρχεται κοντά· με γεν., σε Θεόκρ., στον Όμηρ. μόνο το ουδ. ως επίρρ., κοντά, πλησίον· ομοίως και ἐξ ἀγχιμόλοιο, σε Ομήρ. Ιλ.

German (Pape)

poet., nahe kommend, nahe, neutr. Adverbial; Hom. stets im neutr., ἀγχίμολον ἦλθε Il. 4.529, Od. 8.300 und öfter, ἐξ ἀγχιμόλοιο ἰδὼν ἐφράσσατο Il. 24.352, aus der Nähe; οἵ ἕθεν ἀγχίμολοι ναῖον Theocr. 25.203; ἀγχίμολον μετ' αὑτόν Od. 17.336, bald, oder richtiger: dicht hinter ihm. – Ein Verbum ἀγχιμολεῖν hat Nonn. D. 25.666.

Russian (Dvoretsky)

ἀγχίμολος: близкий, ближний: ἐξ ἀγχιμόλοιο Hom. с близкого расстояния, вблизи; οἱ ἕθεν ἀγχίμολοι ναῖον Theocr. те, которые жили рядом с ним.

Middle Liddell

μολεῖν
coming near, c. gen., Theocr.: —in Hom. only in as adv. near, close at hand; so ἐξ ἀγχιμόλοιο Il.